- τετραχίζω
- τετρᾰχίζω,A engage to do for a fourth part of the profit, Ar.Fr.870.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραχίζω — Α [τετραχά] αναλαμβάνω μια εργασία με τη συμμετροχή τού 1/4 τών κερδών … Dictionary of Greek
τετραχίζειν — τετραχίζω engage to do for a fourth part pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραχισμός — ο, Ν είδος θανατικής ποινής που επιβαλλόταν στη Γαλλία κατά την εποχή τής μοναρχίας σε εκείνους που έκαναν απόπειρα δολοφονίας κατά τού βασιλιά και κατά την οποία ο κατάδικος προσδενόταν από τα τέσσερα άκρα του σε τέσσερα άλογα, τα οποία… … Dictionary of Greek